H μεταφυσική ασύνειδη παρουσία του Ντολμά.
Κατά παραγγελιά της ακανόνιστης, ιδού το ντολμαδοπόστ μου:
«Πίσω σου! Πρόσεχε!». Άκουσε το ουρλιαχτό δίπλα του και ταυτόχρονα ένιωσε το κρανίο του να σχίζεται στα δυο. Η αίσθηση του μεταλλικής λάμας στο δέρμα του , που προχώραγε μέχρι το κόκκαλο, συνδυάστηκε με έναν οξύ πόνο, πρωτόγνωρο, ανυπόφορο, τόσο δυνατό, που θέλησε να ουρλιάξει, όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Μα το ουρλιαχτό κουβαριάστηκε στο λαιμό του σα κόμπος, αρνούμενο να προχωρήσει στη στοματική του κοιλότητα και από κει να βγει παρά έξω, να ξεχυθεί στο παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα. Ένιωθε το αίμα του, ζεστό, πηχτό, κελαρυστό να κυλάει στο πρόσωπό του, ενώ σιγά σιγά τα πάντα άρχισαν να σκοτεινιάζουν γύρω του. Τα πόδια του λύγισαν, το σπαθί έφυγε από χέρι του και κύλησε στη γη, ένιωσε να ζαλίζεται, να πέφτει, το κεφάλι του χτύπησε στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα έβλεπε με απορία τον ουρανό να γλυστράει, προς τα κάτω και να έρχεται να ενώνεται στη γραμμή των οριζόντων με τη θάλασσα, μέχρι που έγινε ένα μαζί της, μόνο που δεν ήταν πια γαλάζια, ούτε η θάλασσα ούτε ο ουρανός, μαύρα, κατάμαυρα, πίσσα, κατράμι έγιναν καθώς ενώθηκαν. Από πάνω του άκουγε ουρλιαχτά, κλαγγές, βογγητά, φασαρία. Άλλος ένας οξύς πόνος, στο κορμί του αυτή τη φορά, κι άλλος ένας, κι άλλος ενας…. Το κορμί του διαλυόταν, σπαρασσόταν από μαχαίρια, από σπαθιά… γινότανε κομμάτια, και ο πόνος διαπερνούσε πια την ύπαρξή του ολόκληρη. Γινόταν η ύπαρξή του ολόκληρη.
Ένοιωσε σα ρευστό, να διαλύεται στο σύμπαν και να βυθίζεται στη λήθη στης ανυπαρξίας.
……………………………………………………………………
Ένα υπέροχο ανάκτορο, ένα παλάτι. Απέναντί του, το παράθυρο του χαρίζει απλόχερα υπέροχη θέα στη καταγάλανη θάλασσα. Κι αυτός, μισοξαπλωμένος σε ένα χρυσό ανάκλιντρο, με ρούχα άνετα, πλούσια, μεταξωτά, γεύεται αφηρημένα λογής λογής μεζέδες, από ένα τραπεζάκι τοποθετημένο μπροστά του. Η μυρωδιά τους του σπάει τα ρουθούνια. Στο κέντρο του τραπεζιού, κυρίαρχο έδεσμα, μια τεράστια πιατέλα με ντολμαδάκια. Ο αγαπημένος του μεζές. Γαλήνη, ηρεμία, πλούτος, χλιδή.
Ξαφνικά μπαίνει στη σκηνή Αυτή. Από κάποια πόρτα πίσω του πρέπει να ήρθε, χωρίς να τη πάρει χαμπάρι. Δε της λέει τίποτε, μόνο τη κοιτάει με ένα βλέμμα γεμάτο λαγνεία, που εκφράζει πολύ εύγλωττα το πόθο του. Αυτή, τον πλησιάζει χαμογελαστά, κάθεται δίπλα του, αρχίζει να τον χαϊδεύει. Νοιώθει πλήρης. Πλούτος, καλό φαί, μια όμορφη γυναίκα. Τι άλλο να θελήσει άνθρωπος στη ζωή του;
«Τάισέ με» τη διατάζει και ανασκελώνεται στο ανάκλιντρο για να βλέπει καλύτερα το στήθος της, που αχνοφαίνεται μέσα από το αραχνοΰφαντο μπουστάκι της. Το αριστερό της χέρι απλώνεται προς τη πιατέλα με τα ντολμαδάκια. Πιάνει ένα και το φέρνει κοντά στο πρόσωπό της. Βγάζει τη γλώσσα της και γλύφει την γυαλιστερή επιφάνεια του ντολμά. Γλύφει και τον κυττάει με ηδυπάθεια στα μάτια. Κι αυτός, βλέποντας τη γλώσσα της πάνω στο ντολμά τη φαντάζεται σε άλλα κόλπα, άνομα… ερεθίζεται…προσπαθεί να τη τραβήξει κοντά του…
«Κλείσε τα μάτια και άνοιξε το στόμα» του ψιθυρίζει Αυτή, ακουμπώντας το ντολμαδάκι στα χείλια του. Υπακούει.
« Θες μεζέ; θες παιχνίδια;» την ακούει να ουρλιάζει υστερικά και ταυτόχρονα νοιώθει το λεπίδι να σκίζει το ρούχο του και να καρφώνεται στη μαλακή σάρκα του. Προλαβαίνει, ετούτα τα τελευταία δευτερόλεπτα της μάταιης ζωής του,να ανοίξει τα γεμάτα έκπληξη και απορία μάτια του, για να δει τη γέμιση του μισοδαγκωμένου ντολμά να κυλάει στα ρούχα του ανακατεμένη με το αίμα, που αναβλύζει σα πίδακας από το κορμί του.
…………………………………………………………………………………..
Τινάζεται στο κρεβάτι κάθιδρος. Πάλι αυτά τα όνειρα… Οι εφιάλτες του …έρχονται όλο και πιο συχνά στον ύπνο του να τον τρομοκρατήσουν, να τον ξυπνήσουν με τη φρίκη τους, με την αίσθηση ενός ταχύτατα επερχόμενου θανάτου.
Σηκώνεται βαριανασαίνοντας, αγκομαχώντας. Δεν είναι και εύκολο να ονειρεύεσαι το θάνατό σου. Ντύνεται άκεφα και βγαίνει από το υπνοδωμάτιό του. Κατευθύνεται προς τη κουζίνα να βρει τη μάνα του και τη γιαγιά του. Μπαίνοντας χλωμιάζει στη θέα των απλωμένων πάνω στο τραπέζι αμπελόφυλλων.
«Όχι, ρε μάνα. Όχι, ντολμαδάκια» φωνάζει με απελπισία.
Δε καταλαβαίνω γιατί δε σου αρέσουν απαντάει η μάνα του. εξακολουθώντας απτόητη να τυλίγει με τέχνη τα αμπελόφυλλα, γύρω από τη γέμιση. «Τόσο ωραίο φαί, τόσο μπελαλίδικο».
Αυτός, μένει να τη κοιτάει σωπηλός. Νοιώθει να ανακατεύεται. Ρϊχνει μια ματιά στη γιαγιά του. Τη τυφλή γιαγιά του, που έχει καρφωμένο πάνω του το κενό της βλέμμα.
«Καλά κάνεις και δε τρως ντολμάδες, του λέει. Σε τρώνε αυτοί.»
…………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………………….
Ο Ντολμάς ήταν ένα νησάκι δυτικά του νησιού Φοινικιά. Μια λωρίδα λιμνοθάλασσας το χώριζε από τη Φοινικιά, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας. Στον Ντολμά θα δείτε μόνο το μνημείο των πεσόντων αγωνιστών. Το 1826 υπερασπιστής του Ντολμά ήταν ο στρατηγός Γρηγ. Λιακατάς με 300 άντρες από το Αιτωλικό και 18 κανόνια. Ο Χουσεΐν το Φλεβάρη του 1826 θέλοντας να καθαρίσει όλες τις αντιστάσεις της λιμνοθάλασσας έπρεπε να κυριέψει και το Αιτωλικό. Προμαχώνας του Αιτωλικού ήταν ο Ντολμάς κι εκεί χτύπησε. Ο Λιακατάς με τους γενναίους του πολέμησαν ηρωικά. Ώσπου πληγώθηκε κι ο ίδιος και μισοπεθαμένο τον κομμάτιασαν οι Τούρκοι. Την 1η Μαρτίου του 1826 το Αιτωλικό έπεσε. Όσοι σώθηκαν έφυγαν για την Αγιά Αγάθη, εκκλησία πάνω στο βουνό.
……………………………………………………………………………………….
Παλάτι Ντολμά Μπαξέ
Χτισμένο στα μέσα του 19ου αιώνα από το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ, το παλάτι έχει μία εντυπωσιακή πρόσοψη 600 μέτρων με θέα το Βόσπορο. Το πιο σημαντικό τμήμα του είναι το τεράστιο σαλόνι υποδοχής, με 56 κολόνες και ένα θεόρατο κρυστάλλινο πολυέλαιο, ο οποίος αποτελείται από 750 κομμάτια και ζυγίζει 4,5 τόνους. Η αρχιτεκτονική του Χαρεμιού είναι εντελώς διαφορετική από αυτή του υπόλοιπου παλατιού. Το Κιόσκι των Πουλιών, όπου κάποτε ζούσαν πουλιά από όλον τον κόσμο, είναι μοναδικό στο παλάτι. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, πέθανε εδώ στις 10 Νοεμβρίου του 1938.
…………………………………………………………………………………….
15 Οκτωβρίου, 2008 στις 12:22 μμ
Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μιλάνε μόνο όταν έχουν κάτι να πουν. Το ίδιο ισχύει και για τα blogs.
Να αφήσουμε και ένα ευχαριστώ στην ακανόνιστη για την παραγγελία ; Πολύ ωραίο λογοτεχνικό κείμενο.Καλημέρα.
15 Οκτωβρίου, 2008 στις 12:41 μμ
Καλά ε;;;;
Ούτε ο Λουντέμης τέτοιο κείμενο!
Οτίτλος θα μπορούσε να ήταν: Ο δολοφονικός ντολμάς!
15 Οκτωβρίου, 2008 στις 1:48 μμ
Εξαιρετικό αγαπητή μου!
(αν ξαναφάω ντολμά εμένα να με φτύσετε!)
16 Οκτωβρίου, 2008 στις 1:47 μμ
Ο ντολμάς που έγινε με το αίμα αχταρμάς! Μπλιάξ!
Τελικά η γιαγιά το σκότωσε το παλικάρι? Με μπέρδεψες!
Καλημέρα
17 Οκτωβρίου, 2008 στις 9:38 πμ
Καλημέρα!!!
Πράγματι δολοφονικός ο Ντολμας…
αλλά…πάρα πολύ νόστιμος!!!
Ευχαριστω για την συμμετοχή….
και πλακα πλακα εξελιχθηκε σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα (κατ’εμε) μπλογοπαίγνια!!!!
Φιλια!!!!
19 Οκτωβρίου, 2008 στις 2:40 μμ
εξαιρετικότατον ιστορικό μυθιστόρημα
τα συγχαρίκια μου.
(ευτυχώς που δεν μου αρέσουν οι ντολμάδες)
19 Οκτωβρίου, 2008 στις 10:09 μμ
@ Στεριανή Ζάλη
Κι εμένα το ίδιο.
Καλή βδομάδα.
@ manetarius
Ωραίος τίτλος, πράγματι!
@ wilma
Μα γιατί; είναι πολύ νόστιμος.
19 Οκτωβρίου, 2008 στις 10:09 μμ
@ Σοφία
Οχι, Σοφάκι. Δε το σκότωσε η γιαγιά το παλληκάρι.
Απλώς τα όνειρά του ψυχανεμίστηκε.
Το παλληκάρι, ΄πως τα είπαμε, το σκοτώνουν οι ντολμάδες.
Φαγητά, νησιά, ή παλάτια.
@ akanonisti
Πράγματι, και πλάκα είχε το παιχνίδι και ενδιαφέρον.
Φιλιά.
@ αποτέτοιος
Ευχαριστώ, για τα καλά σου λόγια.
(ευτυχώς).